- καταπλαστύς
- καταπλαστύς, ἡ (Α) [καταπλάσσω]ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλαστύν — καταπλαστύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλασμα — το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) [καταπλάσσω] ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί… … Dictionary of Greek